- καμφορικός
- η , ό[ν] камфорный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμφορικός — ή, ό [καμφορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμφορά 2. αυτός που περιέχει καμφορά («καμφορικά φάρμακα») … Dictionary of Greek